- ανορθιάζω
- ἀνορθιάζω (Α) [ορθιάζω «φωνάζω»]1. μτφ. ανορθώνω από τους ορθίους νόμους μουσικούς ρυθμούς2. φωνάζω δυνατά3. ανασηκώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνορθιάσαντες — ἀνορθιάζω call out aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)